ομοκεντρία

ομοκεντρία
η [ομόκεντρος]
η ιδιότητα τού ομοκέντρου, το να έχει κάποιος ή κάτι το ίδιο κέντρο με άλλον ή άλλο, η ομοκεντρικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομοκεντρία — ομοκεντρία, η και ομοκεντρικότητα, η η ιδιότητα του ομόκεντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ομοκεντρικότητα — η [ομοκεντρικός] η ιδιότητα τού ομοκεντρικού, ομοκεντρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”